- συμφιλονικεῖν
- συμφιλονῑκεῖν , συμφιλονεικέωpres inf act (attic epic doric)συμφιλονικέωtake part withpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφιλονικώ — έω, Α [φιλονικῶ] 1. μετέχω σε φιλονικία υποστηρίζοντας κάποιον («ἡμᾱς οὐδὲν δεῑ συμφιλονικεῑν... Σωκράτει», Πλάτ.) 2. απόλ. συμμετέχω σε συζήτηση … Dictionary of Greek